- υπερπληρώ
- ὑπερπληρῶ, -όω, ΝΜΑ [πληρῶ](λόγ. τ.) γεμίζω κάτι έως απάνω ή το γεμίζω περισσότερο από όσο πρέπει, τό ξεχειλίζω, τό παραγεμίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… … Dictionary of Greek
καταγεμίζω — (Α καταγεμίζω) γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια») … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… … Dictionary of Greek
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek
τρισκεκορημένος — η, ον, Α (με άσεμνη σημ.) πολύ ατιμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ /τρι * + κεκορημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορεννύω «γεμίζω, υπερπληρώ»] … Dictionary of Greek
υπερπλήρωση — η / ὑπερπλήρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερπληρῶ / ώνω] υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek